- αὐτανέψιος
- αὐτανέψιοςown cousinmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτανέψιος — αὐτανέψιος, ο (θηλ. ία) (Α) 1. ανιψιός ή εξάδελφος κάποιου 2. αυτός που ανήκει στους εξαδέλφους («αὐτανέψιος στόλος», Αιοχ) … Dictionary of Greek
αὐτανεψίοις — αὐτανέψιος own cousin masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτανεψίου — αὐτανέψιος own cousin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτανεψίους — αὐτανέψιος own cousin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτανεψίων — αὐτανέψιος own cousin masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτανέψιοι — αὐτανέψιος own cousin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτανέψιον — αὐτανέψιος own cousin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)